- Φιάλων
- Φίαλοςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φιαλῶν — Φιαλώ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιαλῶν — φιάλη bowl fem gen pl φιάλλω undertake fut part act masc nom sg (attic epic doric) φιαλόω excavate into the form of a pres part act masc voc sg (doric aeolic) φιαλόω excavate into the form of a pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιάλων — φιαλόω excavate into the form of a imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) φιαλόω excavate into the form of a imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφιάλωση — Η πλήρωση φιαλών (μπουκαλιών) με προκαθορισμένο υγρό για τη διοχέτευσή τους στην αγορά. Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για την πλήρωση φιαλών με οινοπνευματώδη ποτά, αναψυκτικά και ηδύποτα. Παλαιότερα η διαδικασία αυτή γινόταν αποκλειστικά από… … Dictionary of Greek
φιαλοποιία — η, Ν [φιαλοποιός] 1. τεχνολ. η τέχνη τής κατασκευής φιαλών 2. εργοστάσιο κατασκευής φιαλών, φιαλοποιείο 3. βιομηχανία παραγωγής φιαλών και ο αντίστοιχος οικονομικός κλάδος … Dictionary of Greek
TENOS — I. TENOS Laconiae urbs. Steph. II. TENOS vulgo Teno, insul. parva in Aegaeo mari, una Cycladum, in qua urbs est eiusdem nominis, quam propter aquarum abundantiam, Aristoteles Hydrussam appellatam dicit, alioqui Ophiusam. Plin. l. 4. c. 12. Steph … Hofmann J. Lexicon universale
άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek
μηλίτης — Αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται με ζύμωση χυμού μήλων, αλλά και άλλων φρούτων, όπως τα αχλάδια. Ο χυμός εξάγεται από τα μήλα ή τα άλλα φρούτα, με πίεση είναι μέτρια οινοπνευματούχος, ελαφρά ξινός στη γεύση, μπορεί ωστόσο να έχει ποικίλα και… … Dictionary of Greek